Ἱστιαίων

Ἱστιαίων
Ἱστιαῖος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιστιαϊκός — ἱστιαϊκός, ή, όν (Α) 1. (για νομίσματα) αυτός που ανήκει στην Ιστιαία 2. ο κάτοικος τού δήμου Ιστιαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱστιαία] …   Dictionary of Greek

  • Κανατάδικα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 45 κάτ.) της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιστιαίων του νομού Ευβοίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”